λογιότητα

λογιότητα
η (AM λογιότης) [λόγιος]
1. η ιδιότητα τού λόγιου ανθρώπου
2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων
μσν.-αρχ.
1. ευφράδεια, ευγλωττία
2. λογικότητα
αρχ.
1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους
2. νοημοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογιότητα — η η ιδιότητα των λόγιων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογιότητα — λογιότης eloquence fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την …   Dictionary of Greek

  • Καλογεράς, Μακάριος — (Πάτμος 1688; – 1737).Λόγιος κληρικός, ιδρυτής της Πατμιάδας σχολής. Μετά τις σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε μοναχός στην ιστορική μονή της Πάτμου. Εκεί ίδρυσε το 1713 σχολείο, στο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …   Dictionary of Greek

  • ελλογιμότητα — η 1. το να είναι κανείς αξιόλογος, ιδίως στα γράμματα, η λογιότητα. 2. ως τίτλος λογίων, επιστημόνων: Η ελλογιμότητά σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”